εὐήλατος

εὐήλατος
εὐήλᾰτος, ον, ([etym.] ἐλαύνω)
A easy to drive or ride over, πεδία fit for cavalry operations, X.Cyr.1.4.16, cf.HG5.4.54;

ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά κως παρέχειν δοκέει Eus.Mynd.63

.
II well-ground,

ἄλφι Antim.64

; well-hammered,

ἄκμων Euph.51.10

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εὐήλατος — easy to drive masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευήλατος — η, ο (Α εὐήλατος, ον) (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά αρχ. 1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά… …   Dictionary of Greek

  • εὐήλατον — εὐήλατος easy to drive masc/fem acc sg εὐήλατος easy to drive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλάτοις — εὐήλατος easy to drive masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλάτων — εὐήλατος easy to drive masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήλατα — εὐήλατος easy to drive neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήλατοι — εὐήλατος easy to drive masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεήλατος — νεήλατος, ον (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «νεοτευχής», αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νεήλατα (ενν. ἄλφιτα) α) άλευρα αλεσμένα πρόσφατα β) είδος πλακουντίων από νεοαλεσμένα άλευρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ήλατος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”